- κερόπιτα
- ηβλ. κηρόπιτα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κηρόπιτα — και κερόπιτα, η 1. πίτα κεριού, τεμάχιο κεριού που έχει το σχήμα τού δοχείου στο οποίο έγινε η τήξη του 2. κηρήθρα, μελόπιτα … Dictionary of Greek
μελικηρίς — μελικηρίς, ή (ΑM) 1. (κατά τον Ευστάθ.) είδος αμπέλου 2. ιατρ. είδος μικρού εξανθήματος στο τριχωτό μέρος τού κεφαλιού, που μοιάζει με κηρήθρα, ή μικρού χελωνιού που εκκρίνει υγρό σαν μέλι 3. είδος πίτας ή γλυκίσματος που παρασκευάζεται με μέλι,… … Dictionary of Greek
καταστατό — καταστατό, το και καταστατός, ο 1. το αλεύρι. 2. το αλεύρι από ρύζι, και ειδικά αυτό που χρησιμοποιείται για κολλάρισμα των υφασμάτων. 3. το ρευστό κατακάθι ύστερα από βρασμό, το καταπότι: Καταστατό από κερόπιτα. 4. η πυτιά του γιαουρτιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)